- ἐρέκτης
- ἐρέκτης, ου, ὁ,A one who splits beans, Orion 54.8 (fort. leg. ἐρείκτης).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρέκτης — one who splits masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέκτας — ἐρέκτᾱς , ἐρέκτης one who splits masc acc pl ἐρέκτᾱς , ἐρέκτης one who splits masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείκτης — ἐρείκτης και ἐρέκτης, ὁ (Α) [ερείκω] αυτός που κοπανίζει, αλέθει δημητριακούς καρπούς ή όσπρια … Dictionary of Greek